Αθλητική Συνάντηση Ξιφασκίας Κρήτης 2020
Την Κυριακή 25 Οκτωβρίου 2020 πραγματοποιήθηκε στα Χανιά, στην αίθουσα του Ε.Α,Κ,...
A | B |
Αγγλικά | Ελληνικά |
absence of blade;absence of contact | ανεπιτυχής προσπάθεια επαφής της λάμας |
action on the blade | προσπάθεια δέσμευσης ( κίνηση με λάμα) |
advance | προώθηση |
ambidextrous | αμφίπλευρος |
appel | κλήση, κάλεσμα (αθλητών) |
armed hand | οπλισμένο χέρι |
arrêt | σταμάτημα |
assault | συμβολή |
attack au fer | επίθεση στη λάμα |
attack by position | επίθεση με κλειστή γραμμή |
attack of sencond intention | επίθεση με δεύτερη σκέψη |
attack on preparation | επίθεση με προετοιμασία |
attack on the blade | επίθεση με τη λάμα, στη λάμα |
attack preceded by a feint | επίθεση μιας προσποίησης |
attack preceded by two feints | επίθεση δύο προσποιήσεων |
attack with a lunge | επίθεση με προβολή |
attack with battement | επίθεση με κρούση |
attack with step forward lunge | επίθεση με βήμα προβολή |
attack with steρ preparation | επίθεση με βήμα προετοιμασία |
attacking fencer; attacker | επιτιθέμενος αθλητής |
attention | προσοχή |
avoid (to) | αποφεύγω |
avoid the attack (to) | αποφεύγω την επίθεση, άμυνα με απόσταση |
back cut; back-edge cut | πίσω κόψη σπάθης |
backward cross | σταυρωτό βήμα πίσω |
backward jump | άλμα πίσω |
balestra | άλμα μπροστά |
beat | κρούση |
beat of the foot | κρούση στο πόδι |
bind | είδος δεύσμευσης ( διαγώνιας μεταφοράς) |
blocking parry | άμεση, ευθεία απόκρουση |
body contact | σωματική επαφή |
body turns | γυρίσματα σώματος |
bout | συμβολή |
brandish (to) | απειλώ |
break ground (to) | διακόπτω |
break of the blade | θραύση λάμας |
broken time | κλέψιμο χρόνου |
broken-time riposte | κλέψιμο χρόνου μετά από αντίνυξη |
call | προσφώνηση |
ceding parry | υποχωρητική απόκρουση |
change of ends | αλλαγή πλευράς αγωνιστικού χώρου |
change of engagements | αλλαγή δέσμευσης |
change-beat | αλλαγή κρούσης |
circular parry | κυκλική απόκρουση |
clinch | πιάνομαι σώμα με σώμα |
close a line (to) | κλείνω τη θέση |
close quarters | παιχνίδι από κοντινή απόσταση |
competitor | αγωνιζόμενος |
composed action | σύνθετη ενέργεια |
composed attack; compound attack | σύνθετη επίθεση |
composed parry;coumpound parry | σύνθετη απόκρουση |
composed riposte; compound riposte | σύνθετη αντίνυξη |
coulé | επίθεση στην κλειστή γραμμή από επαφή |
counter | αντεπίθεση |
counter cutover | αντεπίθεση με καταφορά |
counter delayed riposte | καθυστερημένη επαναντίνυξη |
counter four; counter quarte | επαναπόκρουση τετάρτης |
counter octave | επαναπόκρουση ογδόης |
counter prime | επαναπόκρουση πρώτης |
counter quinte | επαναπόκρουση πέμπτης |
counter second | επαναπόκρουση δευτέρας |
counter septime | επαναπόκρουση εβδόμης |
counter sixte | επαναπόκρουση έκτης |
counter tierce | επαναπόκρουση τρίτης |
counter-beat | επανάκρουση |
counter-coupé | αντεπίθεση με καταφορά |
counter-disengage | αντεπίθεση με διάζευξη |
counter-offensive | αντεπίθεση σε επιθετική ενέργεια |
counter-parry | επαναπόκρουση |
counter-riposte | επαναντίνυξη |
counter-time | αντεπίθεση |
coup lancé | καταφορά |
coupé | καταφορά |
cover oneself (to) | κάλυψη |
covered line | καλυπτόμενη θέση |
croisé | είδος δέσμευσης (κάθετη μεταφορά στην ίδια πλευρά) |
cross | πέρασμα |
cuff | μανσέττα |
cut | σπαθισμός |
cut at head | σπαθισμός στο κεφάλι |
cutover | καταφορά |
deceive (to) | διαφεύγω |
deceive a parry (to) | διαφεύγω απόκρουσης |
deception | τέχνασμα |
deflect the opponent’s blade (to); | εκτροπή της λάμας του αντιπάλου |
deflect the opponent’s weapon (to) | |
delayed cut | καθυστερημένος σπαθισμός |
delayed riposte | καθυστερημένη αντίνυξη |
derobement | κυκλική αποδέσμευση |
development | ανάπτυξη |
diagonal parry | διαγώνια απόκρουση |
direct; direct hit | απλό χτύπημα |
direct attack | απλή επίθεση |
direct parry | απλή απόκρουση |
direct riposte | απλή αντίνυξη |
direct thrust | απλή νύξη |
disarm (to) | αφοπλίζω |
disarming | αφοπλισμός |
disengagement | διάζευξη |
displace the body (to) | μετακινώ το σώμα, μεταφέρομαι |
displacing | μετακίνηση, μεταφορά |
doublé | διπλή κυκλική αποδέσμευση |
double defeat on time | διπλή ήττα λόγω χρόνου |
double engagement | διπλή δέσμευση |
double hit | διπλό κτύπημα |
double hit; double touch | διπλό κτύπημα |
double parry | διπλή απόκρουση |
duck | αποφυγή κτυπήματος |
edge cut | σπαθισμός κόψης |
effective hit | αποτελεσματικό κτύπημα |
en garde | θέση φύλαξης |
engage (to) | δηλώνω συμμετοχή σε αγώνα, εγγράφομαι |
engagement; entry | δήλωση συμμετοχής σε αγώνα, εγγραφή |
envelopment | δέσμευση κυκλικής μορφής |
épée fencer; épéeist | αθλητής ξίφους μονομαχίας, επεϊστας |
escape a parry (to) | αποφεύγω απόκρουση |
evade a parry (to) | καταλήγω σε απόκρουση |
evasion | υπεκφυγή (αντεπίθεση) |
extend the arm (to) | τεντώνω το χέρι προς |
extended arm | τεντωμένο χέρι |
extension of the sword-arm | προέκταση του οπλισμένου χεριού |
false attack | ψεύτική επίθεση |
feint | προσποίηση |
feint attack | επίθεση με προσποίηση |
feint of the attack | προσποίηση της επίθεσης |
feint of the parry | προσποίηση της απόκρουσης |
feint riposte | αντινυξη με προσποίηση |
feint with a cut | προσποίηση με σπαθισμό |
feint with the point | προσποίηση με την άκρη του ξίφους,πούντα |
fence! | Αγωνιστείτε! |
fence (to) | ξιφασκώ, αγωνίζομαι |
fence for a touch (to) | αγωνίζομαι για ένα κτύπημα |
fencer | ξιφομάχος |
fencing at close quarters | αγώνας από κοντά, αναμέτρηση |
από μικρή απόσταση | |
find the opponent’s blade (to) | βρίσκω τη λάμα του αντιπάλου |
finger play | δακτυλισμοί |
finger work | δακτυλισμοί |
fingering | δακτυλισμός |
finta in tempo | αντεπίθεση με προσποίηση σε χρόνο |
first intention | πρώτη σκέψη |
first parry | πρώτη απόκρουση |
flat cut | κτύπημα με πλάγιο τμήμα της λάμας |
flèche attack | δρομαία επίθεση |
flèch distance | απόσταση δρομαίας επίθεσης |
flick | πεταχτό χτύπημα |
foilsman | αθλητής ξίφους ασκήσεως, φλερετίστας |
footwork | εξάσκηση ποδιών |
forward advance | βήματα εμπρός |
forward cross | βήματα σταυρωτά |
forward jump | άλμα εμπρός |
forward step | βήμα εμπρός |
further deciding hit | αποφασιστικό χτύπημα |
glide | δέσμευση με αντίσταση |
gliding thrust | νύξη |
graze | σύνθλιψη (είδος δέσμευσης) |
ground gained | καλύπτω την απόσταση |
ground lost | χάνω την απόσταση |
guard position | θέση φύλαξης |
guard socket | |
half-circular parry | ημικυκλική απόκρουση |
half-feint | ημίσεια προσποίηση |
half-turn | μισό γύρισμα |
handle the weapon (to) | κρατώ το όπλο |
hard hit | σκληρό χτύπημα |
have the point in line | βρίσκομαι σε γραμμή |
high-low attack | πάνω-κάτω επίθεση |
hit | κτύπημα |
hit! | κτύπα! |
hit (to) | κτυπώ, δίνω κτύπημα σε |
hit made on the ground | κτύπημα στο έδαφος |
hit on the left (on the right) | κτύπημα στα αριστερά, στα δεξιά |
hit received | ληφθέν χτύπημα |
hit scored | δοθέν κτύπημα |
hit through the blade | κτύπημα πάνω στη λάμα |
hit with the cutting edge | κτύπημα με την κόψη |
hit with the point | κτύπημα με την άκρη |
in line | σε γραμμή |
in quartata | αμυντική κίνηση με μετακίνηση του σώματος |
ώστε να χαθεί ο στόχος | |
in-fighting | αναμέτρηση εκ του σύνεγγυς |
in-line position | θέση σε γραμμή |
insistence | |
invitation | πρόσκληση αγώνα |
jump | άλμα |
keep the distance (to) | κρατώ την απόσταση |
lady fencer | γυναίκα ξιφομάχος |
leading arm | κυρίαρχο οπλισμένο χέρι |
leading foot | κυρίαρχο πόδι |
left-handed | αριστερόχειρας |
liement | ζεύξη |
loose play | χαλαρό παιχνίδι |
lunge | προβολή |
lunge (to) | κάνω προβολή προς |
make a flèche (to) | εκτελώ δρομαία επίθεση |
mal-parry | κακή, ανεπαρκής απόκρουση |
march | βήμα |
match | αγώνας, συνάντηση |
measure | απόσταση |
neuvieme | ενάτη (κίνηση ξιφασκίας) |
non-sword arm;non-sword hand | μη οπλισμένο χέρι |
non-vallid hit | άκυρο χτύπημα |
octave | ογδόη (κίνηση ξιφασκίας) |
offensive action | επιθετική ενέργεια |
on guard position | θέση φύλαξης |
one-two attack | επίθεση με δύο διαζεύξεις |
open a line (to) | ανοίγω γραμμή |
opening | άνοιγμα |
opponent’s parry; opposition parry | απόκρουση του αντιπάλου |
parried! | απεκρούσθη! |
parry | απόκρουση |
parry by opposition; parry with opposition | απόκρουση με κλειστή γραμμή |
parry with pressure | απόκρουση με πίεση |
pass (to) | αστοχώ, χάνω το στόχο |
pass; passing | αστοχία |
passé | άστοχος |
place on guard (to) | μετακίνηση σε θέση φύλαξης |
plaqué | χτύπημα με το πλατύ μέρος του ξίφους |
point | άκρη, αιχμή ξίφους (πούντα) |
point hit | χτύπημα με την άκρη του ξίφους |
point in line | σε γραμμή |
pointe d’arrêt | αιχμή |
pool round | γύρος ομίλου, προκριματικοί |
pre-determined parry | προσχεδιασμένη απόκρουση |
pressure | πίεση |
prime | πρώτη (κίνηση ξιφασκίας) |
prise-de-fer | επίθεση στη λάμα |
pronation | πρηνυσμός |
protect oneself (to) | καλύπτομαι, φυλάγομαι |
quarte | τετάρτη (κίνηση ξιφασκίας) |
quick return | γρήγορη επιστροφή |
quinte | πέμπτη (κίνηση ξιφασκίας) |
recover (to) | επανατοποθετούμαι |
recovery from the lunge | επιστροφή μετά από προβολή |
redoublement | αναδίπλωση |
relay bout | σκυταλοδρομία |
remising | συνέχεια επίθεσης |
remove one’s mask | βγάζω τη μάσκα |
reprise of the attack | επανάληψη επίθεσης μετά από |
επιστροφή σε θέση φύλαξης | |
retire (to) | υποχωρώ |
retreat | οπισθοχώρηση |
retreat (to) | οπισθοχωρώ |
return to guard | επιστρέφω σε θέση φύλαξης |
rhythm | ρυθμός |
right-handed | δεξιόχειρας |
riposte | αντίνυξη |
riposte along the blade | αντίνυξη κατά μήκος της λάμας |
riposte by disengagement | αντίνυξη με διάζευξη |
riposte with a coupé | αντίνυξη σε αντίθετη της απόκρουσης γραμμή |
riposte with a double | αντίνυξη με διπλή κυκλική κίνηση |
riposte with a one-two | αντίνυξη με 1-2 |
run back (to) | γρήγορη άμυνα πίσω |
runback (extension of piste) | επέκταση της πίστας |
running attack | δρομαία επίθεση |
sabreur | σπαθίστας |
second | δευτέρα (κίνηση ξιφασκίας) |
second intention | δεύτερη σκέψη |
second intention tactic | τακτική δεύτερης σκέψης |
second parry | απόκρουση δευτέρας |
semi-circular parry | ημικυκλική απόκρουση |
septime | εβδόμη (κίνηση ξιφασκίας) |
shock | σύγκρουση, κρούση |
side-stepping | πλάγια βήματα |
simultaneous action | ταυτόχρονη κίνηση |
sixte | έκτη (κίνηση ξιφασκίας) |
slap | χτύπημα με το πλατύ μέρος του ξίφους |
sleeve | μανίκι |
slike | γλίστρημα |
step | βήμα |
step and lunge | βήμα προβολή |
step-back | βήμα πίσω |
stop in time | σταμάτημα χρόνου |
stop thrust | αντεπίθεση |
stop-cut | αντεπίθεση με σπαθισμό |
stop-cut to the glove | αντεπίθεση στο γάντι |
stop-hit | αντεπίθεση |
stop-hit with displacement | αντεπίθεση με βήμα πίσω, αποφυγή |
stop-hit with opposition | αντεπίθεση με κλειστή γραμμή |
straight arm | τεντωμένο χέρι |
straight thrust | ευθεία προβολή |
strike (to) | κτυπώ σε |
successive parries | διαδοχικές αποκρούσεις |
supination | ύπτια θέση |
sword-arm | οπλισμένο χέρι |
take the blade (to) | συλλαμβάνω τη λάμα |
taking of the blade | σύλληψη της λάμας |
thrown point | πεταχτό χτύπημα |
thrust | νύξη |
thrust to the left | χτύπημα στα αριστερά |
thrust with angulation | γωνιώδες χτύπημα |
tierce | τρίτη (κίνηση ξιφασκίας) |
time hit | χτύπημα χρόνου |
touch (to) | δίνω χτύπημα |
trailing arm | οπλισμένο χέρι |
trailing foot | πίσω πόδι |
trompement | σύνθετη επίθεση |
turn | γυρνώ |
unarmed hand | μη οπλισμένο χέρι |
uncover (to) | ακάλυπτο μέρος |
weapon-arm | οπλισμένος |
whip-over with the distance (to) | κερδίζω απόσταση |